Όταν ένα άτομο ελκύεται ερωτικά/συναισθηματικά από ένα άλλο άτομο του ιδίου ή/και άλλου φύλου.
Έτσι μπορούμε να μιλήσουμε για:
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός διαφοροποιείται από άλλα στοιχεία του
Όπως γνωρίζει οτιδήποτε άλλο που τον/την αφορά. Η έλξη συναισθηματική ή ερωτική που είναι αναπόσπαστο κομμάτι του σεξουαλικού προσανατολισμού συνήθως αναδύεται μεταξύ της πρώιμης εφηβείας και της εφηβείας και δεν προϋποθέτει την σεξουαλική εμπειρία. Κάποιοι μπορεί να το γνωρίζουν πολύ πριν μπουν στην διαδικασία να συνάψουν ερωτικές σχέσεις. Άλλοι ξεκινούν την σεξουαλική τους δραστηριότητα με άτομα του ίδιου ή διαφορετικού φύλου πριν δώσουν κάποια «ταμπέλα» στον σεξουαλικό τους προσανατολισμό
Δεν υπάρχει κάποιος συγκεκριμένος λόγος για τον οποίο κάποιος θα έχει ετερόφυλο, ομοφυλόφιλο ή αμφιφυλόφιλο προσανατολισμό. Έχουν πραγματοποιηθεί αρκετές επιστημονικές μελέτες εντοπισμού γενετικών, ορμονολογικών, αναπτυξιακών, κοινωνικών επιρροών, χωρίς κανένα εύρημα που να καταδεικνύει ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός είναι το αποτέλεσμα συγκεκριμένου ή συγκεκριμένων παραγόντων.
Ο σεξουαλικός προσανατολισμός
Το βιολογικό φύλο αναφέρεται στο σύνολο των βιολογικών χαρακτηριστικών (ορμόνες, χρωμοσώματα, εξωτερικά και εσωτερικά γεννητικά όργανα κτλ) τα οποία αξιολογούνται από την ιατρική κοινότητα για την ανάθεση του φύλου κατά τη γέννηση ενός παιδιού.
Το κοινωνικό φύλο αναφέρεται στους εκάστοτε κοινωνικά κατασκευασμένους ρόλους, (συμπεριφορές, χαρακτηριστικά κτλ) που αποδίδονται και αναμένονται από το αντρικό και γυναικείο φύλο.
Όταν μιλάμε για ταυτότητα φύλου αναφερόμαστε στην εσωτερική αίσθηση του ατόμου ότι είναι αρσενικό, θηλυκό ή κάτι άλλο. Η ταυτότητα φύλου δεν συμπίπτει απαραίτητα με το βιολογικό φύλο και δεν θα πρέπει να κρίνεται ως παγιωμένη πριν το τέλος της εφηβείας. Όταν η ταυτότητα φύλου συμπίπτει με το αποδοθέν βιολογικό φύλο τότε αναφερόμαστε σε cisgender άτομα.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω η ταυτότητα φύλου δεν συμπίπτει απαραίτητα με το βιολογικό φύλο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ένα βιολογικά αγόρι μπορεί να αισθάνεται κορίτσι και το αντίστροφο. Στις περιπτώσεις αυτές υπάρχει έντονη, συστηματική δυσφορία για το αποδοθέν φύλο και προσπάθεια διαφοροποίησης από αυτό. Σε αυτές τις περιπτώσεις αναφερόμαστε σε Διεμφυλικό άτομο/transgender.
Ο όρος Διεμφυλικό άτομο χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τα άτομα των οποίων η ταυτότητα φύλου είναι διαφορετική από το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση τους.
Πρόσφατα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας δημοσίευσε την ηλεκτρονική έκδοση της ενδέκατης έκδοσης της Διεθνούς Στατιστικής Ταξινόμησης Νοσημάτων και Συναφών Προβλημάτων Υγείας (ICD-11), στην οποία η τρανς ταυτότητα έχει αφαιρεθεί από την κατηγορία των ψυχικών διαταραχών. Η διάγνωση της «Διαταραχής ταυτότητας φύλου», η οποία περιλαμβανόταν στο ICD-10 αντικαταστάθηκε από τη νέα διάγνωση της «Ασυμφωνίας φύλου».
Πηγή
Ο όρος Μεσοφυλικός/ Intersex χρησιμοποιείται για να προσδιορίσει τα άτομα που γεννιούνται με χαρακτηριστικά (γενετικά/ορμονικά/χρωμοσωμικά) τα οποία δεν αντιστοιχούν στις 2 κατηγορίες βιολογικού φύλου «άντρας» ή «γυναίκα».
ΛΟΑΤΚΙ είναι ένα αρκτικόλεξο από τα αρχικά των λέξεων: Λεσβίες, Ομοφυλόφιλοι, Αμφιφυλόφιλοι, Τρανς, Κουίρ και Ίντερσεξ. Ο όρος αναφέρεται σε όλα τα άτομα εκτός των ετεροφυλοφίλων και των cisgender (των ατόμων που συμφωνούν με το φύλο που τους αποδόθηκε κατά τη γέννηση), καθώς αυτές οι ομάδες είναι αποδεκτές από την κοινωνία και δεν αντιμετωπίζουν ρατσισμό.
Πηγή